χτίστης

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

其他形式[編輯]

名詞[編輯]

χτίστης (chtístism (複數 χτίστες)

  1. (建設) 建築工人(特指) 泥瓦匠

變格[編輯]

近義詞[編輯]