φυσιολόγος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

φυσιολόγος (fysiológosm f (複數 φυσιολόγοι)

  1. (生理學生物學) 生理學家

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

參見:φυσιολογία f (fysiología, 生理學)

參見[編輯]