跳至內容

υπακούω

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[編輯]

詞源

[編輯]

源自古希臘語 ὑπακούω (hupakoúō)

動詞

[編輯]

υπακούω (ypakoúo) (過去簡單式 υπάκουσα)

  1. 服從順從
    Εκείνα τα παιδιά δεν υπακούνε ποτέ τους γονείς τους.
    Ekeína ta paidiá den ypakoúne poté tous goneís tous.
    那些小孩從不他們父母的

變位

[編輯]

Template:El-conjug-'υπακούω'

相關詞彙

[編輯]