σύμφωνο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 σύμφωνον (súmphōnon)

名詞[編輯]

σύμφωνο (sýmfonon (複數 σύμφωνα)

  1. (語言學) 輔音
  2. 協議條約

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

拓展閱讀[編輯]