στρατιωτίνα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

στρατιωτίνα (stratiotínaf (複數 στρατιώτες,陽性 στρατιώτης)

  1. (軍事) 女兵
  2. (軍事) 列兵

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

同類詞彙[編輯]