跳至內容

σκύλα

維基詞典,自由的多語言詞典
參見:Σκύλλα

希臘語

[編輯]

詞源

[編輯]

源自古希臘語 σκύλαξ (skúlax)

發音

[編輯]

名詞

[編輯]

σκύλα (skýlaf (複數 σκύλες,陽性 σκύλος,中性 σκυλί)

  1. 母狗
    Η σκύλα γέννησε κουτάβια.I skýla génnise koutávia.這隻母狗生了小狗。
  2. 〉〈婊子 對女性的貶稱
    Αυτή η σκύλα μου έχει καταστρέψει τη ζωή.Aftí i skýla mou échei katastrépsei ti zoḯ.這屄把我生活都毀了。

變格

[編輯]

派生詞

[編輯]

拓展閱讀

[編輯]