跳至內容

πυροσβέστης

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自πυρ (pyr, ) +‎ σβήνω (svíno, 撲滅)

名詞[編輯]

πυροσβέστης (pyrosvéstism (複數 πυροσβέστες,陰性 πυροσβέστρια)

  1. 消防員 (多指男性)

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]