跳至內容

μπουκάλα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[編輯]

詞源

[編輯]

源自 μπουκάλ(ι) (boukál(i)) +‎ (-a, 指大後綴)[1]

發音

[編輯]

名詞

[編輯]

μπουκάλα (boukálaf (複數 μπουκάλες)

  1. μπουκάλι n (boukáli) 之指大詞:大瓶子

變格

[編輯]

近義詞

[編輯]

參見

[編輯]

參考資料

[編輯]
  1. μπουκάλι in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.