κουτάλι

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自中古希臘語 κουτάλιν (koutálin),源自通用希臘語 κουτάλιον (koutálion)κωτάλιον (kōtálion)古希臘語 κώταλις (kṓtalis, 長柄勺,攪拌勺)的指小詞。

名詞[編輯]

κουτάλι (koutálin (複數 κουτάλια)

  1. (餐具)
  2. (比喻捕魚) 勺形金屬假餌

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]