源自中古希臘語 κουτάλιν (koutálin),源自通用希臘語 κουτάλιον (koutálion)、κωτάλιον (kōtálion),古希臘語 κώταλις (kṓtalis, “長柄勺,攪拌勺”)的指小詞。
κουτάλι (koutáli) n (复数 κουτάλια)