καπνιστής

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

καπν- (kapn-, 吸煙) +‎ -ιστής (-istís, 表示人的後綴)。最早見於1873年。

名詞[編輯]

καπνιστής (kapnistísm (複數 καπνιστές,陰性 καπνίστρια)

  1. 吸煙者,煙民

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

形容詞[編輯]

καπνιστής (kapnistís)

  1. καπνιστός (kapnistós)屬格單數陰性形式。