καπνίστρια

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

καπνίστρια (kapnístriaf (複數 καπνίστριες,陽性 καπνιστής)

  1. 吸煙者,煙民

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]