καθημερινός

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

形容詞[編輯]

καθημερινός (kathimerinósm (陰性 καθημερινή,中性 καθημερινό)

  1. 每日的,每天
  2. 日常的,平常
  3. 工作日

變格[編輯]

近義詞[編輯]

同類詞彙[編輯]

相關詞彙[編輯]

  • 參見:ημέρα f (iméra, 日子,天)