ερωτηματικό
希臘語[編輯]
詞源[編輯]
源自ερωτηματικός (erotimatikós, 「疑問的」)。
名詞[編輯]
ερωτηματικό (erotimatikó) n (複數 ερωτηματικά)
變格[編輯]
ερωτηματικό的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ερωτηματικό • | ερωτηματικά • |
屬格 | ερωτηματικού • | ερωτηματικών • |
賓格 | ερωτηματικό • | ερωτηματικά • |
呼格 | ερωτηματικό • | ερωτηματικά • |
參見[編輯]
- ( . ) τελεία
- ( , ) κόμμα, υποδιαστολή
- ( : ) άνω και κάτω τελεία
- ( · ) άνω τελεία
- ( ; ) ερωτηματικό
- ( ! ) θαυμαστικό
- ( « » ) εισαγωγικά
- ( " ) ( 「 」 ) εισαγωγικά
- ( ' ) ( 『 』 ) εισαγωγικά
- ( ' ) ( 』 ) απόστροφος
- ( ¨ ) διαλυτικά
- ( ΄ ) τόνος
形容詞[編輯]
ερωτηματικό (erotimatikó)
- ερωτηματικός (erotimatikós)的主格單數中性形式。
- ερωτηματικός (erotimatikós)的賓格單數陽性形式。
- ερωτηματικός (erotimatikós)的賓格單數中性形式。
- ερωτηματικός (erotimatikós)的呼格單數中性形式。