εμποροϋπάλληλος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自εμπόριο (empório) +‎ υπάλληλος (ypállilos)

名詞[編輯]

εμποροϋπάλληλος (emporoÿpállilosm f (複數 εμποροϋπάλληλοι)

  1. 店員售貨員

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]