εκκλησίασμα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

εκκλησίασμα (ekklisíasman (不可數)

  1. (宗教) 會眾

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]