διαβολοκόριτσο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

其他寫法[編輯]

詞源[編輯]

διαβολο- (diavolo-) +‎ κορίτσι (korítsi, 女孩)

名詞[編輯]

διαβολοκόριτσο (diavolokóritson (複數 διαβολοκόριτσα)

  1. 調皮聰明活潑女孩

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]