διήμερος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

形容詞[編輯]

διήμερος (diímerosm (陰性 διήμερη,中性 διήμερο)

  1. 持續兩天

變格[編輯]

關聯詞[編輯]