γερανός

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 γέρανος (géranos, )

名詞[編輯]

γερανός (geranósm (複數 γερανοί)

  1. 起重機
    ανυψωτικός γερανόςanypsotikós geranós起重吊車
  2. 絞車

變格[編輯]

參見[編輯]

拓展閱讀[編輯]