跳至內容

αφύσικος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[編輯]

形容詞

[編輯]

αφύσικος (afýsikosm (陰性 αφύσικη,中性 αφύσικο)

  1. 不自然的,不正常
    反義詞:φυσικός (fysikós)φυσιολογικός (fysiologikós)

變格

[編輯]