ατμόπλοιο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

ατμός (atmós, 蒸汽) +‎ πλοίο (ploío, )仿譯英語 steamboat

名詞[編輯]

ατμόπλοιο (atmóploion (複數 ατμόπλοια)

  1. (航海) 汽船

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

拓展閱讀[編輯]