跳至內容

ανόητοι

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[編輯]

形容詞

[編輯]

ανόητοι (anóitoi)

  1. ανόητος (anóitos)主格複數陽性形式。
  2. ανόητος (anóitos)呼格複數陽性形式。