ανοξείδωτος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

形容詞[編輯]

ανοξείδωτος (anoxeídotosm (陰性 ανοξείδωτη,中性 ανοξείδωτο)

  1. (冶金學)生鏽的,不鏽

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

同類詞彙[編輯]