ανθρωπιστικός

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

形容詞[編輯]

ανθρωπιστικός (anthropistikósm (陰性 ανθρωπιστική,中性 ανθρωπιστικό)

  1. 人道
    ανθρωπιστική βοήθειαanthropistikí voḯtheia人道主義援助
    近義詞: φιλάνθρωπος (filánthropos)
  2. 人文
    ανθρωπιστικές σπουδέςanthropistikés spoudés人文學科

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]