αναμένω

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

動詞[編輯]

αναμένω (anaméno) (過去簡單式 ανέμεινα)

  1. 等待
  2. 期待期望預料

變位[編輯]

本動詞需要添加變位表模板

相關詞彙[編輯]

  • 參見:μένω (méno, 停留;保持)