αμνός

維基詞典,自由的多語言詞典
參見:ἀμνός

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 ἀμνός (amnós)

名詞[編輯]

αμνός (amnósm (複數 αμνοί)

  1. (正式)綿羊羊羔
    ο αμνός του Θεούo amnós tou Theoú上帝的羔羊

變格[編輯]

近義詞[編輯]

同類詞彙[編輯]