αλευρόμυλος
希臘語[編輯]
詞源[編輯]
αλεύρι (alévri, 「麵粉」) + μύλος (mýlos, 「磨坊」)
名詞[編輯]
αλευρόμυλος (alevrómylos) f (複數 αλευρόμυλοι)
變格[編輯]
αλευρόμυλος的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αλευρόμυλος • | αλευρόμυλοι • |
屬格 | αλευρόμυλου • | αλευρόμυλων • |
賓格 | αλευρόμυλο • | αλευρόμυλους • |
呼格 | αλευρόμυλε • | αλευρόμυλοι • |
相關詞彙[編輯]
- 參見:μύλος m (mýlos, 「磨坊」)
- 並參見:αλέθω (alétho, 「碾,磨」)