跳至內容

αιματίτης

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

αιματίτης (aimatítism (複數 αιματίτες)

  1. (地質學) 赤鐵礦

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

拓展閱讀[編輯]