αεροσκάφος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

αερο- (aero-, 空氣) +‎ σκάφος (skáfos, 船舶)

名詞[編輯]

αεροσκάφος (aeroskáfosn (複數 αεροσκάφη)

  1. 飛機

變格[編輯]

近義詞[編輯]

相關詞彙[編輯]