αειφόρος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

αει- (aei-, 始終) +‎ -φόρος (-fóros, 承載者)

形容詞[編輯]

αειφόρος (aeifórosm (陰性 αειφόρα αειφόρος,中性 αειφόρο)

  1. 持續
    αειφόρος ανάπτυξηaeifóros anáptyxi可持續發展

變格[編輯]

參見[編輯]