αγριάνθρωπος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自άγριος (ágrios, 野生的,野蠻的) +‎ άνθρωπος (ánthropos, )

名詞[編輯]

αγριάνθρωπος (agriánthroposm (複數 αγριάνθρωποι)

  1. 野蠻人粗野的人

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]