αίλουρος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 αἴλουρος (aílouros)

名詞[編輯]

αίλουρος (aílourosm (複數 αίλουροι)

  1. 貓科動物(Felidae

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

參見[編輯]

拓展閱讀[編輯]