άστυ
參見:ἄστυ
希臘語[編輯]
詞源[編輯]
名詞[編輯]
άστυ (ásty) n (複數 άστη 或 άστεα)
變格[編輯]
近義詞[編輯]
相關詞彙[編輯]
- αστυνομία f (astynomía, 「警方」)
- αστυνομικίνα f (astynomikína, 「女警」)
- αστυνομικός m (astynomikós, 「警察」)
- αστυφύλακας m 或 f (astyfýlakas, 「警官」)
- κλεινόν άστυ n (kleinón ásty, 「雅典」)