αστυφύλακας

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自古希臘語 ἀστυφύλαξ (astuphúlax)

發音[编辑]

名詞[编辑]

αστυφύλακας (astyfýlakasm f (复数 αστυφύλακες)

  1. 警察警官

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]