άνθισμα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

άνθισμα (ánthisman (複數 ανθίσματα)

  1. 開花
    近義詞: άνθηση (ánthisi)άνθιση (ánthisi)
  2. (比喻義) 繁榮繁盛

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]