跳转到内容

φύλο

维基词典,自由的多语言词典
参见:φύλλο

希腊语

[编辑]

词源

[编辑]

源自古希腊语 φῦλον (phûlon),源自φύω (phúō)

发音

[编辑]

名词

[编辑]

φύλο (fýlon (复数 φύλα)

  1. 性别
    το ωραίο φύλοto oraío fýlo
    Στην ταυτότητα αναγράφεται το φύλο: άρρεν, θήλυ. Σε ορισμένες χώρες η αναγραφή φύλου έχει καταργηθεί.
    Stin taftótita anagráfetai to fýlo: árren, thíly. Se orisménes chóres i anagrafí fýlou échei katargitheí.
    身份证上写有性别:男性、女性。在一些国家,性别这一条目已被删除。
  2. 部落
    τα βαρβαρικά φύλαta varvariká fýla蛮族部落

变格

[编辑]

近义词

[编辑]