φύλλο
外观
參見:φύλο
希臘語
[编辑]詞源
[编辑]繼承自古希臘語 φύλλον (phúllon, “葉”),通過詞根*bʰolh₃-yom,源自原始印歐語 *bʰleh₃-。部分義項(如“頁”)意譯自法語 feuille,“紙牌”義意譯自意大利語 carte。[1]
發音
[编辑]名詞
[编辑]φύλλο (fýllo) n (复数 φύλλα)
- (植物學) 葉
- φύλλο δάφνης ― fýllo dáfnis ― 月桂葉
- 頁,紙片
- 刊物;報紙
- (金屬、玻璃等的) 薄片
- (烹飪) 麵皮
- φύλλο κρούστας ― fýllo kroústas ― 油酥麵皮
- 紙牌
- 近義詞:κάρτα (kárta)
變格
[编辑]派生詞
[编辑]- λογιστικό φύλλο n (logistikó fýllo, “電子表格”)
相關詞彙
[编辑]拓展閱讀
[编辑]- Φύλλο (βοτανική)在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el
參考資料
[编辑]- ↑ φύλλο in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.