φλέβα
外观
希腊语
[编辑]词源
[编辑]源自中古希腊语或通用希腊语 φλέβα (phléba),源自古希腊语 φλέψ (phléps)。
发音
[编辑]名词
[编辑]φλέβα (fléva) f (复数 φλέβες)
变格
[编辑]同类词汇
[编辑]衍生词汇
[编辑]- φλεβικός (flevikós, “静脉的”)
- φλεβίτης m (flevítis, “静脉炎”)
- φλεβίτιδα f (flevítida, “静脉炎”)
- φλεβοτομία f (flevotomía, “放血,静脉切开术”)
- φλεβοτόμος m (flevotómos, “抽血医师”)