τούβλο

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

源自中古希腊语 τοῦβλον (toûblon),源自通用希腊语 τούβουλον (toúboulon),源自拉丁语 tubulus (小管子)

发音[编辑]

名词[编辑]

τούβλο (toúvlon (复数 τούβλα)

  1. (建筑学)
    Προσπαθούσε να φτιάξει την ταράτσα και του έπεσε το τούβλο στο κεφάλι.
    Prospathoúse na ftiáxei tin tarátsa kai tou épese to toúvlo sto kefáli.
    他正在试着修补屋顶,这时一块掉在他的头上。
  2. (口语贬义比喻义) 蠢货笨蛋
    Άντε να βρεις άκρη μ’ αυτό το τούβλο!
    Ánte na vreis ákri m’ aftó to toúvlo!
    跟那个蠢货一起解决问题,祝你好运!

变格[编辑]

近义词[编辑]

派生词汇[编辑]

参见[编辑]

延伸阅读[编辑]