πρώιμος
希腊语[编辑]
形容词[编辑]
πρώιμος (próimos) m (阴性 πρώιμη,中性 πρώιμο)
变格[编辑]
πρώιμος 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | πρώιμος • | πρώιμη • | πρώιμο • | πρώιμοι • | πρώιμες • | πρώιμα • |
属格 | πρώιμου • | πρώιμης • | πρώιμου • | πρώιμων • | πρώιμων • | πρώιμων • |
宾格 | πρώιμο • | πρώιμη • | πρώιμο • | πρώιμους • | πρώιμες • | πρώιμα • |
呼格 | πρώιμε • | πρώιμη • | πρώιμο • | πρώιμοι • | πρώιμες • | πρώιμα • |
衍生 | 比较级:πιο + 肯定形(如 πιο πρώιμος) 相对最高级:定冠词 + πιο + 肯定形(如 ο πιο πρώιμος) |
添加后缀的比较程度
比较级 | 单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | πρωιμότερος • | πρωιμότερη • | πρωιμότερο • | πρωιμότεροι • | πρωιμότερες • | πρωιμότερα • |
属格 | πρωιμότερου • | πρωιμότερης • | πρωιμότερου • | πρωιμότερων • | πρωιμότερων • | πρωιμότερων • |
宾格 | πρωιμότερο • | πρωιμότερη • | πρωιμότερο • | πρωιμότερους • | πρωιμότερες • | πρωιμότερα • |
呼格 | πρωιμότερε • | πρωιμότερη • | πρωιμότερο • | πρωιμότεροι • | πρωιμότερες • | πρωιμότερα • |
衍生 | 相对最高级:ο + 比较级形式(如“ο πρωιμότερος”) | |||||
绝对最高级 | 单数 | 复数 | ||||
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | πρωιμότατος • | πρωιμότατη • | πρωιμότατο • | πρωιμότατοι • | πρωιμότατες • | πρωιμότατα • |
属格 | πρωιμότατου • | πρωιμότατης • | πρωιμότατου • | πρωιμότατων • | πρωιμότατων • | πρωιμότατων • |
宾格 | πρωιμότατο • | πρωιμότατη • | πρωιμότατο • | πρωιμότατους • | πρωιμότατες • | πρωιμότατα • |
呼格 | πρωιμότατε • | πρωιμότατη • | πρωιμότατο • | πρωιμότατοι • | πρωιμότατες • | πρωιμότατα • |