πονοκέφαλος
希腊语[编辑]
词源[编辑]
πόνος (pónos, “疼痛”) + κεφάλι (kefáli, “头”)
名词[编辑]
πονοκέφαλος (ponokéfalos) m (复数 πονοκέφαλοι)
变格[编辑]
πονοκέφαλος的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | πονοκέφαλος • | πονοκέφαλοι • |
属格 | πονοκεφάλου • | πονοκεφάλων • |
宾格 | πονοκέφαλο • | πονοκεφάλους • |
呼格 | πονοκέφαλε • | πονοκέφαλοι • |
近义词[编辑]
- κεφαλαλγία (kefalalgía)
- κεφαλόπονος (kefalóponos)