ξυπόλυτος
希腊语[编辑]
其他形式[编辑]
- ξυπόλητος (xypólitos)
词源[编辑]
继承自中古希腊语 ἐξυπόλυτος (exupólutos),继承自通用希腊语 ἐξυπολύω (exupolúō),源自 ἐξ (ex, “出,在外面”) + ὑπό (hupó, “在下面”) + λύω (lúō, “松开,解开”)。
发音[编辑]
形容词[编辑]
ξυπόλυτος (xypólytos) m (阴性 ξυπόλυτη,中性 ξυπόλυτο)
- 光脚的,赤脚的
- 近义词: ανυπόδητος (anypóditos)、απαπούτσωτος (apapoútsotos)、ξεκάλτσωτος (xekáltsotos)
- Μη μπαίνεις στο υπόγειο ξυπόλυτος, έχει σπασμένο γυαλί!
- Mi baíneis sto ypógeio xypólytos, échei spasméno gyalí!
- 不要光脚进地下室,那里有碎玻璃!
- (口语,比喻义) 一贫如洗的,穷困潦倒的
变格[编辑]
ξυπόλυτος 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | ξυπόλυτος • | ξυπόλυτη • | ξυπόλυτο • | ξυπόλυτοι • | ξυπόλυτες • | ξυπόλυτα • |
属格 | ξυπόλυτου • | ξυπόλυτης • | ξυπόλυτου • | ξυπόλυτων • | ξυπόλυτων • | ξυπόλυτων • |
宾格 | ξυπόλυτο • | ξυπόλυτη • | ξυπόλυτο • | ξυπόλυτους • | ξυπόλυτες • | ξυπόλυτα • |
呼格 | ξυπόλυτε • | ξυπόλυτη • | ξυπόλυτο • | ξυπόλυτοι • | ξυπόλυτες • | ξυπόλυτα • |
派生词汇[编辑]
- ξυπολιέμαι (xypoliémai, “脱鞋”)
- ξυπολυσιά f (xypolysiá, “光脚”)
- ξυπόλυτος στ' αγκάθια (xypólytos st' agkáthia, “没准备好的”, 字面意思是“光脚走进荆棘丛”)