λευκό αιμοσφαίριο

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

λευκό (lefkó, 白色) + αιμοσφαίριο (aimosfaírio, 血细胞)

名词[编辑]

λευκό αιμοσφαίριο (lefkó aimosfaírion (复数 λευκά αιμοσφαίρια)

  1. 白细胞

相关词汇[编辑]