κοινωνία

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

借自古希腊语 κοινωνίᾱ (koinōníā)

发音[编辑]

名词[编辑]

κοινωνία (koinoníaf (复数 κοινωνίες)

  1. 社区
    σοσιαλιστική κοινωνίαsosialistikí koinonía社会主义社区
    κλειστή κοινωνίαkleistí koinonía封闭社区
  2. 社会社群
    η κοινωνία της αφθονίαςi koinonía tis afthonías富裕社会
  3. (基督教) 圣餐
    Θεία κοινωνίαTheía koinonía圣餐

变格[编辑]

相关词汇[编辑]

拓展阅读[编辑]