跳转到内容

ιστίο

维基词典,自由的多语言词典

希腊语

[编辑]

词源

[编辑]

源自古希腊语 ἱστίον (histíon, )ἱστός (histós, 桅杆)的指小词。

名词

[编辑]

ιστίο (istíon (复数 ιστία)

  1. 近义词:(口语) πανί (paní)

变格

[编辑]

相关词汇

[编辑]

同类词汇

[编辑]