εφημερίδα

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

源自通用希腊语 ἐφημερῐ́δᾰ (ephēmerída)ἐφημερῐ́ς, ἐφημερῐ́δος (ephēmerís, ephēmerídos, 日记)的宾格),源自古希腊语 ἐφήμερος (ephḗmeros, 每日的),源自ἐπ(ί) (ep(í), 在……上) +‎ ἡμέρᾱ (hēmérā, 日,天)

发音[编辑]

  • IPA(帮助)/e.fi.meˈri.ða/
  • 断字:ε‧φη‧με‧ρί‧δα

名词[编辑]

εφημερίδα (efimerídaf (复数 εφημερίδες)

  1. 报纸

变格[编辑]

相关词汇[编辑]