ετήσιος

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

源自έτος (étos, )

形容词[编辑]

ετήσιος (etísiosm (阴性 ετήσια,中性 ετήσιο)

  1. 每年

变格[编辑]

参见[编辑]