εμπορεύσιμος

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

形容词[编辑]

εμπορεύσιμος (emporéfsimosm (阴性 εμπορεύσιμη,中性 εμπορεύσιμο)

  1. 出售
  2. 销路

变格[编辑]

相关词汇[编辑]