αποκεφαλιστής

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

名词[编辑]

αποκεφαλιστής (apokefalistísm (复数 αποκεφαλιστές)

  1. 刽子手

变格[编辑]

相关词汇[编辑]

延伸阅读[编辑]