ανόητο

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

形容词[编辑]

ανόητο (anóito)

  1. ανόητος (anóitos)宾格单数阳性形式。
  2. ανόητος (anóitos)主格单数中性形式。
  3. ανόητος (anóitos)宾格单数中性形式。
  4. ανόητος (anóitos)呼格单数中性形式。